ναρκαλιευτικό

ναρκαλιευτικό
το
ειδικό πλοίο για τον εντοπισμό και την εξουδετέρωση ναρκών στη θάλασσα: Πριν από τη μοίρα του στόλου πηγαίνουν τα ναρκαλιευτικά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ναρκαλιευτικό — το βλ. ναρκαλιευτικός …   Dictionary of Greek

  • ναρκαλιευτικός — ή, ό [ναρκαλιεύω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ναρκαλιεία 2. το ουδ. ως ουσ. το ναρκαλιευτικό ναυτ. κατηγορία πολεμικών ή βοηθητικών πλοίων τού στόλου ειδικά κατασκευασμένων για τη διεξαγωγή επιχειρήσεων ναρκαλιείας …   Dictionary of Greek

  • ναρκαλιεύω — συλλέγω νάρκες από τη θάλασσα με ναρκαλιευτικό πλοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < νάρκη + αλιεύω] …   Dictionary of Greek

  • Αιγιαλία — Ονομασία ελληνικών πολεμικών πλοίων. 1. Αγοράστηκε στο Λονδίνο μαζί με τα πλοία Μονεμβασία και Ναυπλία το 1881. Είχε εκτόπισμα 300 τόνων. Ήταν σιδερένιο και εφοδιασμένο με μηχανές ιπποδύναμης 300 ίππων, που έδιναν ταχύτητα 9 κόμβων. Μπορούσε να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”